Αλαεντίν — (; – 1330). Πρώτος νομοθέτης του οθωμανικού κράτους, δευτερότοκος ή, σύμφωνα με μερικούς, πρωτότοκος γιος του Οθμάν ή Οσμάν, ιδρυτή της αυτοκρατορίας. Παραιτήθηκε υπέρ του αδελφού του Ορχάν (1326) και περιορίστηκε στο αξίωμα του βεζίρη, που… … Dictionary of Greek
Μπάρας, Αλέξανδρος — (Κωνσταντινούπολη 1906 – 1990). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή και μεταφραστή Μενέλαου Αναγνωστόπουλου. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως διπλωματικός υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών, υπηρετώντας για… … Dictionary of Greek
καφτάνι — Ένδυμα των ανατολικών λαών, μακρύ και φαρδύ, πλούσια διακοσμημένο και ντυμένο με γούνα. Οι σουλτάνοι της Τουρκίας χάριζαν κ. στους βεζίρηδες ή στους μεγιστάνες σε έκτακτες ευκαιρίες ή για τιμητική διάκριση, όπως σήμερα απονέμονται τα παράσημα.… … Dictionary of Greek
φέσι — Ψηλό, κυλινδρικό και συνήθως κόκκινο κάλυμμα του κεφαλιού. Η χρησιμοποίησή του καθιερώθηκε για πρώτη φορά στους Τούρκους από τον σουλτάνο Ορχάν (1328–30) και διήρκησε έως το 1925, οπότε καταργήθηκε από τον Κεμάλ Ατατούρκ. Οι Τούρκοι το θεωρούσαν… … Dictionary of Greek
Ακτσέ-Κοτζά — (14ος αι.). Οθωμανός στρατηγός. Συνέβαλε μαζί με τον Κονούρ Αλπ, τον Αμπντούλ Ραχμάν και τον Μιχαήλ Κιοσέ στην καθυπόταξη της Μικράς Ασίας στους Οθωμανούς. Επί σουλτάνου Ορχάν κατέλαβε τα τελευταία βυζαντινά οχυρά στο Σαγγάριο και με δόλο τη… … Dictionary of Greek
ακτσές — Το παλαιό ασημένιο τουρκικό νόμισμα (από το ακ που σημαίνει άσπρο). Το βάρος του ήταν περίπου ένα γραμμάριο. Κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην εποχή του σουλτάνου Ορχάν. Αρχικά ισοδυναμούσε με περίπου 0,025 ασημένια γρόσια, που αποτελούσαν (από τον … Dictionary of Greek
γενίτσαροι — Επίλεκτο σώμα του τουρκικού στρατού κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που η συγκρότησή του στηρίχτηκε στον θεσμό της βίαιης στρατολόγησης νέων χριστιανών. Άλλοτε πίστευαν ότι η δημιουργία του θεσμού αυτού οφείλεται στον σουλτάνο… … Dictionary of Greek
Μάδυτος — Αρχαία πόλη της Θρακικής χερσονήσου, που ήταν χτισμένη ανάμεσα στη Σηστό και στον Ελαιούντα και απέναντι από την Άβυδο. Ιδρύθηκε τον 7o αι. π.Χ. από Αιολείς αποίκους της Λέσβου και ήταν επίσης γνωστή με τις ονομασίες Μαδυτός και Μάδυτα. Την… … Dictionary of Greek
Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… … Dictionary of Greek
Μουράτ — Όνομα πέντε σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 1. Μ. A’ (; – 1389). Σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (1360 89). Εγγονός του Οσμάν, ιδρυτή του οθωμανικού κράτους, διαδέχτηκε τον πατέρα του Ορχάν. Άρχισε τις κατακτητικές εκστρατείες των… … Dictionary of Greek